ἐγκονίζομαι
ἐγ]κόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστάς
ἔγκονος
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδῠλέω
ἐγκορύπτομαι
ἐγκορυφόομαι
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοσμογενής
ἔγκοσμος
ἐγκοτέω
ἐγκότημα
ἐγκότησις
ἐγκοτητικός
ἐγκότιος
ἔγκοτος
ἐγκότραφος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἔγκοψις
ἐγκραγγάνω
ἐγκραδιαῖος
ἐγκράζω
ἐγκραιπαλάω
ἐγκραιπαλίζω
Ἐγκραναί
ἐγκράνιον
ἐγκρανίς
ἔγκρανος
ἔγκρασις
ἐγκρᾱσίχολος
ἐγκράτεια
ἐγκράτευμα
ἐγκρατεύομαι
ἐγκρατευτής
ἐγκρᾰτέω
ἐγκρᾰτής
Ἐγκρατηταί
ἐγκρατητικός
ἐγκρατίη
ἐγκρατιστής
Ἐγκρατῖται
ἔγκρατος
ἐγκρατούντως
ἐγκραυγάζω
ἐγκρέκω
ἐγκρέμαμαι
ἐγκρεμάννυμι
ἐγκρεμής
Ἔγκρης
†ἐγκρί·
ἐγκρῐδοπώλης
ἐγκρικάδεια
ἐγκρίκια·
ἐγκρικόω
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριταί
ἐγκριτέον
ἐγκριτέος